γκάρισμα

γκάρισμα
τό
1) ослиный рёв; 2) крик, рёв (человека)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γκάρισμα" в других словарях:

  • γκάρισμα — το 1. ο χαρακτηριστικός ήχος τής φωνής τού γαϊδάρου 2. ενοχλητική φασαρία από φωνές ή τραγούδι με παραφωνίες …   Dictionary of Greek

  • γκάρισμα — το 1.η φωνή του γαϊδάρου. 2. μτφ., φωνή δυνατή και ενοχλητική, παραφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Oclusiva velar sonora — Nº de orden AFI 110 AFI (texto) ɡ AFI (imagen) Secuencia HTML …   Wikipedia Español

  • αγκάνισμα — το [αγκανίζω] γκάνισμα*, γκάρισμα* …   Dictionary of Greek

  • γκάνισμα — το 1. γκάρισμα 2. ενοχλητική φασαρία από φωνές …   Dictionary of Greek

  • ογκάνισμα — το [ογκανίζώ]. ογκανισμός, γκάρισμα …   Dictionary of Greek

  • ογκανισμός — ο [ογκανίζω] ογκάνισμα, γκάρισμα …   Dictionary of Greek

  • ογκηθμητικός — ὀγκηθμητικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ογκηθμό, στο γκάρισμα («ὥσπερ ἡμίονος οὔτε χρεμετιστικόν ἐστι οὔτε ὀγκηθμητικόν», Νικ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκηθμός + κατάλ. ητικός (πρβλ. αριθμ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • ογκηθμός — ο (ΑΜ ὀγκηθμός) κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα αρχ. μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, μυκη θμός)] …   Dictionary of Greek

  • όγκησις — ὄγκησις, ἡ (Α) [ογκώμαι] ογκηθμός, ογκάνισμα, γκάρισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»